Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Δραμινοί ποιητές



Νίκος Κωνσταντινίδης

(Γεν. 1928, Δράµα). Φιλόλογος. Ιστορικός. Συγγραφέας. Δοκιμιογράφος. Αρθρογράφος. Ποιητής. Εραστής της Δράµας, έχει εμπλουτίσει µε το έργο του, που περιλαμβάνει βιβλία και άρθρα μεγάλου ενδιαφέροντος, την ιστορική και λογοτεχνική βιβλιογραφία της πόλης.

Ακολουθούν τρία ποιήματα από την τελευταία του συλλογή "οπτική γωνία 17" που μου άρεσαν



ΓΙΑΖΙΚ
Αναζητούσα ό,τι δεν ήτανε για μένα
και ό,τι δεν με ταίριαζε.
όχι από κακή κατασκευή και όψη
αυτό λίγο βαραίνει και μετρά,
αλλά από την έλλειψη πλούσιου προφίλ.
Ντυμένος πάντα με ρετάλια κι ατημέλητος
αγνόησα τη μόδα παντελώς.
Καμία υπόσχεση δεν έδινα για ένα ευοίωνο μέλλον.
Ζητώντας ό,τι δεν ήταν για μένα.
βρήκα παντού κλειστές τις πόρτες.
Και βέβαια τα χρόνια εκείνα πέρασαν
όπως το τρένο στην ομίχλη,
ανήκουν στο σκιώδες παρελθόν
και μοιάζουν σαν να μην ήταν καθόλου,
σαν να μην έγιναν,
σαν να τα είδα μόνο. όταν γινόταν, κάπου.
Τώρα συνθέτω στίχους καθιστός κάτω απ’ το φως του πορτατίφ 
συντροφιά πιστή μου είναι τώρα οι στίχοι.
Γράφω για έρωτες και για γυναίκες που δεν ήτανε για μένα
και που εγώ τις ήθελα.
-Οδυνηρόν εστί να θέλεις και να μη σε θέλουν-
Όλες τους μ’ ένα ταχύ βηματισμό με προσπεράσαν
τραβώντας προς τη δόξα, προς το φως.
Καμιά δεν είπε το ηρωικό της και μεγάλο ναι!
νά ‘σπρωχνα και γω ένα καροτσάκι με μωρό στην αγορά
και δίπλα μου περιφανής, να βάδιζε εκείνη.
Γιαζίκ...






ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ TOΥ ΧΡΟΝΟΥ
Τώρα μένουν ακόμα ορθά τα παλιά σπίτια 
στοιχειωμένα. βουβά, κλειστά, έρημα.
Σπασμένα από τον αγέρα τζάμια.
Κουρτίνες που μαδούν.
Μπαλκονόπορτες μισάνοιχτες.
«Όλα είναι μελαγχολικά
σαν να ‘χει αλλάξει ο κόσμος μυστικά».
Εκεί τα θλιμμένα δειλινά
στην μικρή μας πόλη
έβγαιναν, κάποτε, να ρεμβάσουν
κυρίες σκυθρωπές
φορτωμένες μνήμες από την φευγάτη άνοιξη, 
φορτωμένες το τακτό της αδυσώπητης μοίρας.
Τώρα τα σπίτια αυτά περιμένουν τη στιγμή
να γίνουν άθυρμα των εργολάβων.
Οι φωτεινές προσόψεις που άλλοτε προσείλκυαν
το βλέμμα των περιπατητών θα χαθούν
 -όπως κάθε ωραίο-.
0 κήπος με τη δράνα. ο φράκτης με τ' αγιόκλημα
κι οι βιόλες που νωρίς τον Μάρτη άνθιζαν
τον ίδιο δρόμο της φθοράς θ’ ακολουθήσουν.
Σιγά σιγά η μικρή μας πόλη άλλαξε πρόσωπο.
Στους μακρινούς της δρόμους ανάκατη
η σιωπή με τη στυφή γαλήνη περιδιαβάζουν, 
περιφέρονται άσκοπα, νωχελικά.
Και τα παιδιά που αργά το βράδυ
αργόσβηναν στο συθαμπο οι φωνές τους
σαν κάποιο χέρι αόρατο ν’ άπλωσε την παλάμη του
και να τα πήρε μακριά...






ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΘΑΛΨΈΩΣ ΔΡΑΜΑΣ


Οικίας περιβάλλον...
που βλέπω... χρόνια και χρόνια.
αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο για μένα.
Κ. Καβάφης

Καθώς κοιτάζω τώρα τα κατάκλειστα σπίτια της Περίθαλψης. 
Καθώς αναλογίζομαι τους παλιούς κατοίκους της,
συλλογίζομαι πόσο η σκέψη μας για τη ζωή
γίνεται κόμπος άλυτος.
Ήρθαν εδώ διωγμένοι πρόσφυγες με την ψυχή στο στόμα
μ’ όνειρα, με νοσταλγία πικρή, με προσδοκίες,
όταν του χρόνου τα γυρίσματα έβαιναν
χωρίς να βλέπουν πίσω τους...
Έχουν μια παροιμία οι Ρώσοι:
«Τα νταβούλια από μακριά
χοντρά ακούγονται».
Ερχόταν ο χειμώνας, έξω από τα σπίτια τους το βράδυ
άναβαν τα μαγκάλια τους, μύριζε η γειτονιά δαδί.
-Οι νέοι δεν τα ξέρουν τα μαγκάλια –
Έπρεπε να ζεσταθούν οι παγωμένοι τοίχοι,
 τα παγωμένα τσιμέντα του σπιτιού.
Έπρεπε να διαβάσουν τα παιδιά.
Άναβαν οι μάνες τις γκαζόλαμπες
και τα παιδιά κάτω απ’ τις λάμπες
διάβαζαν για τους τριακοσίους του Λεωνίδα,
για τον Θεμιστοκλή και για τον Μέγα Αλέξανδρο
κι ο πατέρας ολημερίς στην αγορά για μεροκάματο
γύριζε αργά το βράδυ βαρύς και σκυθρωπός.
Έτσι κύλησαν τα χρόνια τότε στην Περίθαλψη,
όπως την έλεγαν με μουλωχτή κατήφεια, μ’ ένδεια.
«περιμένοντας τους βαρβάρους...».
Σημ. Το ποίημα γράφτηκε λίγες μέρες πριν από τον χαμό δύο σπουδαστών στην Λάρισα από μα­γκάλι... οι νέοι δεν τα ξέρουν τα μαγκάλια» κι εννοούσα περιπτώσεις πτωχών ανθρώπων, που δηλη­τηριάστηκαν στην «Περίθαλψη» από μαγκάλια τους πρώτους ζοφερούς χειμώνες της προσφυγιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου